μομιοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μομιοποίηση | οι | μομιοποιήσεις |
| γενική | της | μομιοποίησης* | των | μομιοποιήσεων |
| αιτιατική | τη | μομιοποίηση | τις | μομιοποιήσεις |
| κλητική | μομιοποίηση | μομιοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μομιοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.