μουμιοποιήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

μουμιοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μουμιοποιώ
  2. θα μουμιοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μουμιοποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

μουμιοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μουμιοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.