μούμια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μούμια οι μούμιες
      γενική της μούμιας
    αιτιατική τη μούμια τις μούμιες
     κλητική μούμια μούμιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μούμια < μεσαιωνική ελληνική μούμια < ιταλική mumia < αραβική مُومِيَاء‎ (mūmīyya)[1] < περσική مومیا (mumyā) < موم (mum, κερί)
Η μούμια του Ραμσή Α΄.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmu.mɲa/

Ουσιαστικό

μούμια θηλυκό

  1. ταριχευμένος νεκρός άνθρωπος ή ζώο, ιδιαίτερα με την τεχνική που ακολουθούσαν στην αρχαία Αίγυπτο, με υφασμάτινες ταινίες
  2. οποιοδήποτε ταριχευμένο ον

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.