μορφολογικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μορφολογικό τα μορφολογικά
      γενική του μορφολογικού των μορφολογικών
    αιτιατική το μορφολογικό τα μορφολογικά
     κλητική μορφολογικό μορφολογικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μορφολογικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μορφολογικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική morphologisch < Morphologie < αρχαία ελληνική μορφή + λέγω

Προφορά

ΔΦΑ : /mor.fo.lo.ʝiˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μορφολογικό

Ουσιαστικό

μορφολογικό ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μορφολογικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.