γενετικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γενετικός η γενετική το γενετικό
      γενική του γενετικού της γενετικής του γενετικού
    αιτιατική τον γενετικό τη γενετική το γενετικό
     κλητική γενετικέ γενετική γενετικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γενετικοί οι γενετικές τα γενετικά
      γενική των γενετικών των γενετικών των γενετικών
    αιτιατική τους γενετικούς τις γενετικές τα γενετικά
     κλητική γενετικοί γενετικές γενετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γενετικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική génétique < αρχαία ελληνική γένεσις < γίγνομαι

Επίθετο

γενετικός -ή -ό

  • που σχετίζεται ή αναφέρεται στη γένεση
  • (βιολογία) που σχετίζεται ή αναφέρεται στη γενετική

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.