μονολογικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονολογικός η μονολογική το μονολογικό
      γενική του μονολογικού της μονολογικής του μονολογικού
    αιτιατική τον μονολογικό τη μονολογική το μονολογικό
     κλητική μονολογικέ μονολογική μονολογικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονολογικοί οι μονολογικές τα μονολογικά
      γενική των μονολογικών των μονολογικών των μονολογικών
    αιτιατική τους μονολογικούς τις μονολογικές τα μονολογικά
     κλητική μονολογικοί μονολογικές μονολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μονολογικός < μονόλογος + -ικός

Επίθετο

μονολογικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με τον μονόλογο ή αναφέρεται σ’ αυτόν

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.