μονοπόδαρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μονοπόδαρος | η | μονοπόδαρη | το | μονοπόδαρο |
| γενική | του | μονοπόδαρου | της | μονοπόδαρης | του | μονοπόδαρου |
| αιτιατική | τον | μονοπόδαρο | τη | μονοπόδαρη | το | μονοπόδαρο |
| κλητική | μονοπόδαρε | μονοπόδαρη | μονοπόδαρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μονοπόδαροι | οι | μονοπόδαρες | τα | μονοπόδαρα |
| γενική | των | μονοπόδαρων | των | μονοπόδαρων | των | μονοπόδαρων |
| αιτιατική | τους | μονοπόδαρους | τις | μονοπόδαρες | τα | μονοπόδαρα |
| κλητική | μονοπόδαροι | μονοπόδαρες | μονοπόδαρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μονοπόδαρος < μεσαιωνική ελληνική μονοπόδαρος[1] < μόνος + ποδάρι < πόδι < αρχαία ελληνική πόδιον < πούς
Πηγές
- μονοπόδαρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μονοπόδαρος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
μονοπόδαρος
|
- μονοπόδαρος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.