μονόπους
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- μονόπους < ελληνιστική κοινή μονόπους < αρχαία ελληνική μόνος + πούς, μορφολογικά αναλύεται μονό- + -πους
Μεταφράσεις
μονόπους
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.