μονοθεϊσμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μονοθεϊσμός οι μονοθεϊσμοί
      γενική του μονοθεϊσμού των μονοθεϊσμών
    αιτιατική τον μονοθεϊσμό τους μονοθεϊσμούς
     κλητική μονοθεϊσμέ μονοθεϊσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μονοθεϊσμός (μαρτυρείται από το 1858)[1] < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική monothéisme < αρχαία ελληνική μόνος + θε(ός) + -ισμός[2]

Ουσιαστικό

μονοθεϊσμός αρσενικό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 668, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. μονοθεϊσμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.