μονοθεΐα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονοθεΐα οι μονοθεΐες
      γενική της μονοθεΐας των μονοθεϊών
    αιτιατική τη μονοθεΐα τις μονοθεΐες
     κλητική μονοθεΐα μονοθεΐες
ο πληθυντικός δεν είναι δόκιμος ούτε εύχρηστος
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μονοθεΐα (μαρτυρείται από το 1813)[1] < (ελληνιστική κοινή) μονοθεΐα < μονο- + θεός + -ία

Ουσιαστικό

μονοθεΐα θηλυκό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 668, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.