μονοθεΐα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μονοθεΐα | οι | μονοθεΐες |
| γενική | της | μονοθεΐας | των | μονοθεϊών |
| αιτιατική | τη | μονοθεΐα | τις | μονοθεΐες |
| κλητική | μονοθεΐα | μονοθεΐες | ||
| ο πληθυντικός δεν είναι δόκιμος ούτε εύχρηστος | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
μονοθεΐα
|
Αναφορές
- σελ. 668, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.