μονοθεΐστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μονοθεΐστρια | οι | μονοθεΐστριες |
| γενική | της | μονοθεΐστριας | των | μονοθεϊστριών |
| αιτιατική | τη | μονοθεΐστρια | τις | μονοθεΐστριες |
| κλητική | μονοθεΐστρια | μονοθεΐστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μονοθεΐστρια < μονοθεϊστής + κατάληξη θηλυκού -τρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.