μονογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονογραφία οι μονογραφίες
      γενική της μονογραφίας των μονογραφιών
    αιτιατική τη μονογραφία τις μονογραφίες
     κλητική μονογραφία μονογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μονογραφία < (λόγιο δάνειο) γαλλική monographie[1] < monographe < αρχαία ελληνική μόνος + γράφω

Προφορά

ΔΦΑ : /mo.no.ɣɾaˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μονογραφία

Ουσιαστικό

μονογραφία θηλυκό

  • μελέτη επιστημονικού περιεχομένου στην οποία αναλύεται συγκεκριμένο θέμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.