μονιμότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | μονιμότης | αἱ | μονιμότητες | ||||
| γενική | τῆς | μονιμότητος | τῶν | μονιμοτήτων | ||||
| δοτική | τῇ | μονιμότητῐ | ταῖς | μονιμότησῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | μονιμότητᾰ | τὰς | μονιμότητᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | μονιμότης | μονιμότητες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μονιμότητε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | μονιμοτήτοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- μονιμότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μόνιμο(ς) + -της
Πηγές
- μονιμότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.