μολυβής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μολυβής η μολυβιά το μολυβί
      γενική του μολυβή
& μολυβιού
της μολυβιάς του μολυβιού
(μολυβί)
    αιτιατική τον μολυβή τη μολυβιά το μολυβί
     κλητική μολυβή μολυβιά μολυβί
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μολυβιοί οι μολυβιές τα μολυβιά
      γενική των μολυβιών των μολυβιών των μολυβιών
    αιτιατική τους μολυβιούς τις μολυβιές τα μολυβιά
     κλητική μολυβιοί μολυβιές μολυβιά
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση.
Και άκλιτο για όλα τα γένη, μολυβί.
Κατηγορία όπως «σταχτής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μολυβής < μολύβ(ι) + -ής[1] < αρχαία ελληνική μόλυβος, μόλυβδος

Προφορά

ΔΦΑ : /mo.liˈvis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μολυβής

Επίθετο

μολυβής, -ιά, -ί και άκλιτο μολυβί

  • που έχει σκούρο γκρι χρώμα όπως ο μόλυβδος
      Ο Πλαταμώνας ήταν ένα έρημο τοπίο, σε χρώμα μολυβί με ασημένιες ανταύγειες εδώ κι εκεί. (Δημοσθένης Κούρτοβικ (2008) Τι ζητούν οι βάρβαροι [μυθιστόρημα])

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.