γκρι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γκρι < (άμεσο δάνειο) γαλλική gris

Ουσιαστικό

γκρι ουδέτερο άκλιτο

Πολυλεκτικοί όροι

  • γκρι αρζάν
  • γκρι σουρί

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη γκρίζος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.