ανθρακί
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.θɾaˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αν‐θρα‐κί
Ετυμολογία 1
- ανθρακί < άνθρακ(ας) + -ί
Μεταφράσεις
ανθρακί
|
|
Ετυμολογία 2
- ανθρακί: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ανθρακί
Πηγές
- «ανθρακής, -ιά, -ί» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2008). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Εʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
απόσπασμα@books.google
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.