μισογυνικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μισογυνικός | η | μισογυνική | το | μισογυνικό |
| γενική | του | μισογυνικού | της | μισογυνικής | του | μισογυνικού |
| αιτιατική | τον | μισογυνικό | τη | μισογυνική | το | μισογυνικό |
| κλητική | μισογυνικέ | μισογυνική | μισογυνικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μισογυνικοί | οι | μισογυνικές | τα | μισογυνικά |
| γενική | των | μισογυνικών | των | μισογυνικών | των | μισογυνικών |
| αιτιατική | τους | μισογυνικούς | τις | μισογυνικές | τα | μισογυνικά |
| κλητική | μισογυνικοί | μισογυνικές | μισογυνικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μισογυνικός < μισογύνης + -ικός < ελληνιστική κοινή μισογύνης < αρχαία ελληνική μισο- (μισέω) + γυνή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.