μισθάριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μισθάριο τα μισθάρια
      γενική του μισθαρίου
& μισθάριου
των μισθαρίων
    αιτιατική το μισθάριο τα μισθάρια
     κλητική μισθάριο μισθάρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μισθάριο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μισθάριον. Συγχρονικά, μισθ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -άριο

Προφορά

ΔΦΑ : /miˈsθa.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μισθάριο

Ουσιαστικό

μισθάριο ουδέτερο

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μισθός

Πηγές

  • μισθάριον - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.