μισθουλάκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μισθουλάκος οι μισθουλάκοι
      γενική του μισθουλάκου των μισθουλάκων
    αιτιατική τον μισθουλάκο τους μισθουλάκους
     κλητική μισθουλάκο μισθουλάκοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μισθουλάκος (κατά δεύτερο υποκορισμό) < μισθούλ(ης) + υποκοριστικό επίθημα -άκος < μισθ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης

Ουσιαστικό

μισθουλάκος αρσενικό

Συνώνυμα

  • μισθουλάκι

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μισθός

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.