μισθάριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| μισθᾰριο- | |||||
| ονομαστική | τὸ | μισθάριον | τὰ | μισθάριᾰ | |
| γενική | τοῦ | μισθαρίου | τῶν | μισθαρίων | |
| δοτική | τῷ | μισθαρίῳ | τοῖς | μισθαρίοις | |
| αιτιατική | τὸ | μισθάριον | τὰ | μισθάριᾰ | |
| κλητική ὦ! | μισθάριον | μισθάριᾰ | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μισθαρίω | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | μισθαρίοιν | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- μισθάριον < μισθ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -άριον
Απόγονοι
μισθάριον (αρχαία ελληνικά)
- ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: μισθάριν (μισθός, αμοιβή· ναύλος χωρίς υποκοριστική σημασία)
- ⇒ κυπριακά: μισθάριν
- ⇘ νέα ελληνικά: μισθάριο (μισθουλάκος)
Πηγές
- μισθάριον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μισθάριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.