αναπηρισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναπηρισμός οι αναπηρισμοί
      γενική του αναπηρισμού των αναπηρισμών
    αιτιατική τον αναπηρισμό τους αναπηρισμούς
     κλητική αναπηρισμέ αναπηρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναπηρισμός < αναπηρία + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική disablism)

Ουσιαστικό

αναπηρισμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.