μισάνοιχτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μισάνοιχτος η μισάνοιχτη το μισάνοιχτο
      γενική του μισάνοιχτου της μισάνοιχτης του μισάνοιχτου
    αιτιατική τον μισάνοιχτο τη μισάνοιχτη το μισάνοιχτο
     κλητική μισάνοιχτε μισάνοιχτη μισάνοιχτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μισάνοιχτοι οι μισάνοιχτες τα μισάνοιχτα
      γενική των μισάνοιχτων των μισάνοιχτων των μισάνοιχτων
    αιτιατική τους μισάνοιχτους τις μισάνοιχτες τα μισάνοιχτα
     κλητική μισάνοιχτοι μισάνοιχτες μισάνοιχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μισάνοιχτος < μισ- (μισός) + ανοιχτός

Προφορά

ΔΦΑ : /miˈsa.ni.xtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μισάνοιχτος
τονικό παρώνυμο: μισανοιχτός

Επίθετο

μισάνοιχτος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις μισός και ανοίγω

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.