μικρόχαρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μικρόχαρος η μικρόχαρη το μικρόχαρο
      γενική του μικρόχαρου της μικρόχαρης του μικρόχαρου
    αιτιατική τον μικρόχαρο τη μικρόχαρη το μικρόχαρο
     κλητική μικρόχαρε μικρόχαρη μικρόχαρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μικρόχαροι οι μικρόχαρες τα μικρόχαρα
      γενική των μικρόχαρων των μικρόχαρων των μικρόχαρων
    αιτιατική τους μικρόχαρους τις μικρόχαρες τα μικρόχαρα
     κλητική μικρόχαροι μικρόχαρες μικρόχαρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μικρόχαρος < μικροχαρής + -ος < ελληνιστική κοινή μικροχαρής < αρχαία ελληνική μικρός + χαρά

Επίθετο

μικρόχαρος

  1. που ευχαριστιέται με μικροχαρές
  2. (σπάνιο) μικροπρεπής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.