ευχαριστιέμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ευχαριστιέμαι < παθητική φωνή του ευχαριστώ
Ρήμα
ευχαριστιέμαι και φχαριστιέμαι και ευχαριστούμαι
- νιώθω ευχαρίστηση, απόλαυση
- το ευχαριστήθηκα πολύ το φαγητό σου
- νιώθω χαρά, ικανοποίηση
- ευχαριστήθηκα πολύ που ήρθατε στη γιορτή μου
- νιώθω ικανοποίηση για το πάθημα κάποιου άλλου
- του τα είπα ένα χεράκι και το φχαριστήθηκα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.