μικρομυαλιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικρομυαλιά οι μικρομυαλιές
      γενική της μικρομυαλιάς των μικρομυαλιών
    αιτιατική τη μικρομυαλιά τις μικρομυαλιές
     κλητική μικρομυαλιά μικρομυαλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μικρομυαλιά < μικρόμυαλος + -ιά

Προφορά

ΔΦΑ : /mi.kro.mɲaˈʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μικρομυαλιά

Ουσιαστικό

μικρομυαλιά θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Πηγές

  • μικρομυαλιά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.