μιαρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μιαρός | η | μιαρή | το | μιαρό |
| γενική | του | μιαρού | της | μιαρής | του | μιαρού |
| αιτιατική | τον | μιαρό | τη | μιαρή | το | μιαρό |
| κλητική | μιαρέ | μιαρή | μιαρό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μιαροί | οι | μιαρές | τα | μιαρά |
| γενική | των | μιαρών | των | μιαρών | των | μιαρών |
| αιτιατική | τους | μιαρούς | τις | μιαρές | τα | μιαρά |
| κλητική | μιαροί | μιαρές | μιαρά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μιαρός < αρχαία ελληνική μιαρός
Συνώνυμα
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- μιαρός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
μιαρός
- που έχει κηλιδωθεί με αίμα
- ρυπαρός, βρώμικος (και ηθικά)
- άσχημος
Πηγές
- μιαρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μιαρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.