μιαρό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μιαρό | τα | μιαρά |
| γενική | του | μιαρού | των | μιαρών |
| αιτιατική | το | μιαρό | τα | μιαρά |
| κλητική | μιαρό | μιαρά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μιαρό < μιαρός
Ουσιαστικό
μιαρό ουδέτερο (προφέρεται: μια-ρό)
- (ιδιωματικό): μικρόσωμο ζώο του δάσους ή μεγάλο έντομο που προκαλεί ζημιά σε καλλιέργειες (στη κρητική διάλεκτο)
- μιαρά θεωρούνται π.χ. οι ασβοί, οι σκαντζόχοιροι, τα ποντίκια, τα φίδια, κ.ά. καθώς και οι ακρίδες, οι πρασάγγουρες κ.ά.
Μεταφράσεις
μιαρό
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.