μητριά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μητριά οι μητριές
      γενική της μητριάς των μητριών
    αιτιατική τη μητριά τις μητριές
     κλητική μητριά μητριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μητριά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μητρυιά [1] με ορθογραφική απλοποίηση, ήδη στη μεσαιωνική ελληνική μητριά

Προφορά

ΔΦΑ : /mi.tɾiˈa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μητριά

Ουσιαστικό

μητριά θηλυκό

  • (οικογένεια) η σύζυγος του πατέρα σε σχέση με το παιδί που αυτός έχει από άλλη γυναίκα
     συνώνυμα: θετή μητέρα [2]

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. μητριά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. μητριά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. μητρυιά - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ουσιαστικό

μητριά θηλυκό

  • (οικογένεια) με ορθογραφική απλοποίηση μητρυιά
    άλλες μορφές: μητρία, μητριγιά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.