θετός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θετός | η | θετή | το | θετό |
| γενική | του | θετού | της | θετής | του | θετού |
| αιτιατική | τον | θετό | τη | θετή | το | θετό |
| κλητική | θετέ | θετή | θετό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θετοί | οι | θετές | τα | θετά |
| γενική | των | θετών | των | θετών | των | θετών |
| αιτιατική | τους | θετούς | τις | θετές | τα | θετά |
| κλητική | θετοί | θετές | θετά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- θετός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θετός < ρίζα θε- του ρήματος τίθημι
Προφορά
- ΔΦΑ : /θeˈtos/}
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐τός
Επίθετο
θετός, -ή, -ό
- που ανατρέφει ένα παιδί που δεν είναι δικό του, που υιοθετεί ένα παιδί
- θετός πατέρας
- το παιδί που ανατρέφεται από γονείς που δεν είναι οι φυσικοί του
- θετός γιος
- τοποθετημένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.