μεταφυσική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταφυσική οι μεταφυσικές
      γενική της μεταφυσικής των μεταφυσικών
    αιτιατική τη μεταφυσική τις μεταφυσικές
     κλητική μεταφυσική μεταφυσικές
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

μεταφυσική θηλυκό

  1. (φιλοσοφία) φιλοσοφικός κλάδος με αντικείμενο μελέτης τις γενικές αρχές και τους όρους της ύπαρξης του όντος και του υπεραισθητού κόσμου
  2. (λαϊκότροπο) μη ορθολογική πρόταση, κάτι υπερβατικό και ακατανόητο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μεταφυσική

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.