μεταφυσική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεταφυσική | οι | μεταφυσικές |
| γενική | της | μεταφυσικής | των | μεταφυσικών |
| αιτιατική | τη | μεταφυσική | τις | μεταφυσικές |
| κλητική | μεταφυσική | μεταφυσικές | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μεταφυσική θηλυκό
- (φιλοσοφία) φιλοσοφικός κλάδος με αντικείμενο μελέτης τις γενικές αρχές και τους όρους της ύπαρξης του όντος και του υπεραισθητού κόσμου
- (λαϊκότροπο) μη ορθολογική πρόταση, κάτι υπερβατικό και ακατανόητο
Μεταφράσεις
μεταφυσική
Κλιτικός τύπος επιθέτου
μεταφυσική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μεταφυσικός
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.