κουβαλητής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κουβαλητής | οι | κουβαλητές |
| γενική | του | κουβαλητή | των | κουβαλητών |
| αιτιατική | τον | κουβαλητή | τους | κουβαλητές |
| κλητική | κουβαλητή | κουβαλητές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ku.va.liˈtis/
Ουσιαστικό
κουβαλητής αρσενικό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κουβαλώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.