κουβαλητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουβαλητής οι κουβαλητές
      γενική του κουβαλητή των κουβαλητών
    αιτιατική τον κουβαλητή τους κουβαλητές
     κλητική κουβαλητή κουβαλητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουβαλητής < κουβαλώ + -τής

Προφορά

ΔΦΑ : /ku.va.liˈtis/

Ουσιαστικό

κουβαλητής αρσενικό

  1. αυτός που κουβαλάει
  2. (ειδικότερα) ο άνδρας που φέρνει διάφορα πράγματα σε μεγάλη ποσότητα, ποικιλία και αφθονία στο σπίτι του

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.