μεθίστημι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  μεθίστημι   μεθίσταμαι 
Παρατατικός  μεθίστην   μεθιστάμην 
Μέλλοντας  μεταστήσω   μεταστήσομαι 
Αόριστος  μετέστησα   μετεστησάμην/μετέστην/μετεστάθην 
Παρακείμενος  μεταστήσας ἔχω   μεθέστηκα 
Υπερσυντέλικος  μεταστήσας εἶχον   μεθειστήκειν 
Συντελ.Μέλλ.  μεθεστήξομαι 

Ετυμολογία

μεθίστημι < μετά + ἵστημι

Ρήμα

μεθίστημι

  1. τοποθετώ αλλιώς, υποκαθιστώ, αντικαθιστώ
  2. αλλάζω
  3. μετακινώ, μετατοπίζω
  4. μεταφέρω
  5. απαλλάσσω

Κλίση

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.