μεταπωλήτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεταπωλήτρια | οι | μεταπωλήτριες |
| γενική | της | μεταπωλήτριας | των | μεταπωλητριών |
| αιτιατική | τη | μεταπωλήτρια | τις | μεταπωλήτριες |
| κλητική | μεταπωλήτρια | μεταπωλήτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεταπωλήτρια < μεταπωλητής + κατάληξη θηλυκού -τρια
Πηγές
- μεταπωλήτρια - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
μεταπωλήτρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.