μεταποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεταποιημένος | η | μεταποιημένη | το | μεταποιημένο |
| γενική | του | μεταποιημένου | της | μεταποιημένης | του | μεταποιημένου |
| αιτιατική | τον | μεταποιημένο | τη | μεταποιημένη | το | μεταποιημένο |
| κλητική | μεταποιημένε | μεταποιημένη | μεταποιημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεταποιημένοι | οι | μεταποιημένες | τα | μεταποιημένα |
| γενική | των | μεταποιημένων | των | μεταποιημένων | των | μεταποιημένων |
| αιτιατική | τους | μεταποιημένους | τις | μεταποιημένες | τα | μεταποιημένα |
| κλητική | μεταποιημένοι | μεταποιημένες | μεταποιημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μεταποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μεταποιώ
Μετοχή
μεταποιημένος, -η, -ο
- που έχει υποστεί μηχανική ή χημική επεξεργασία, που αποτελεί προϊόν της βιοτεχνίας ή της βιομηχανίας
- για ρούχο που το έχουμε μετατρέψει ώστε να ταιριάζει καλύτερα στο σώμα αυτού που το φοράει
Μεταφράσεις
μεταποιημένος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.