μεταποιημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταποιημένος η μεταποιημένη το μεταποιημένο
      γενική του μεταποιημένου της μεταποιημένης του μεταποιημένου
    αιτιατική τον μεταποιημένο τη μεταποιημένη το μεταποιημένο
     κλητική μεταποιημένε μεταποιημένη μεταποιημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταποιημένοι οι μεταποιημένες τα μεταποιημένα
      γενική των μεταποιημένων των μεταποιημένων των μεταποιημένων
    αιτιατική τους μεταποιημένους τις μεταποιημένες τα μεταποιημένα
     κλητική μεταποιημένοι μεταποιημένες μεταποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεταποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μεταποιώ

Μετοχή

μεταποιημένος, -η, -ο

  1. που έχει υποστεί μηχανική ή χημική επεξεργασία, που αποτελεί προϊόν της βιοτεχνίας ή της βιομηχανίας
  2. για ρούχο που το έχουμε μετατρέψει ώστε να ταιριάζει καλύτερα στο σώμα αυτού που το φοράει

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.