βιοτεχνία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βιοτεχνία | οι | βιοτεχνίες |
| γενική | της | βιοτεχνίας | των | βιοτεχνιών |
| αιτιατική | τη | βιοτεχνία | τις | βιοτεχνίες |
| κλητική | βιοτεχνία | βιοτεχνίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βιοτεχνία | οι | βιοτεχνίες |
| γενική | της | βιοτεχνίας | των | βιοτεχνιών |
| αιτιατική | τη | βιοτεχνία | τις | βιοτεχνίες |
| κλητική | βιοτεχνία | βιοτεχνίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βιοτεχνία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική biotechnie < βιο- + -τεχνία
Ουσιαστικό
βιοτεχνία θηλυκό
- παραγωγικός κλάδος του δευτερογενούς τομέα
- μικρού ή μέσου μεγέθους παραγωγική μονάδα του δευτερογενούς τομέα
- είχε μια μικρή βιοτεχνία ρούχων και απασχολούσε 10 εργαζόμενους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.