μεταξοπαραγωγός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μεταξοπαραγωγός < μέταξ(α) + -ο- + -παραγωγός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.ta.kso.pa.ɾa.ɣoˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐ξο‐πα‐ρα‐γω‐γός
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | μεταξοπαραγωγός | οι | μεταξοπαραγωγοί |
| γενική | του/της | μεταξοπαραγωγού | των | μεταξοπαραγωγών |
| αιτιατική | τον/τη | μεταξοπαραγωγό | τους/τις | μεταξοπαραγωγούς |
| κλητική | μεταξοπαραγωγέ | μεταξοπαραγωγοί | ||
| Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
μεταξοπαραγωγός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) άνθρωπος που παράγει μετάξι
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | μεταξοπαραγωγός | το | μεταξοπαραγωγό | ||
| γενική | του/της | μεταξοπαραγωγού | του | μεταξοπαραγωγού | ||
| αιτιατική | τον/τη | μεταξοπαραγωγό | το | μεταξοπαραγωγό | ||
| κλητική | μεταξοπαραγωγέ | μεταξοπαραγωγό | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | μεταξοπαραγωγοί | τα | μεταξοπαραγωγά | ||
| γενική | των | μεταξοπαραγωγών | των | μεταξοπαραγωγών | ||
| αιτιατική | τους/τις | μεταξοπαραγωγούς | τα | μεταξοπαραγωγά | ||
| κλητική | μεταξοπαραγωγοί | μεταξοπαραγωγά | ||||
| Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -ή. | ||||||
| ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
μεταξοπαραγωγός, -ος, -ο
- (για χώρα/περιοχή) που παράγει μετάξι
Συγγενικά
- μεταξοπαραγωγή
- → δείτε τις λέξεις μετάξι, μέταξα, αγωγός και άγω
Μεταφράσεις
μεταξοπαραγωγός
|
|
Αναφορές
- μεταξοπαραγωγός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.