μεταξοκλωστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεταξοκλωστικός | η | μεταξοκλωστική | το | μεταξοκλωστικό |
| γενική | του | μεταξοκλωστικού | της | μεταξοκλωστικής | του | μεταξοκλωστικού |
| αιτιατική | τον | μεταξοκλωστικό | τη | μεταξοκλωστική | το | μεταξοκλωστικό |
| κλητική | μεταξοκλωστικέ | μεταξοκλωστική | μεταξοκλωστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεταξοκλωστικοί | οι | μεταξοκλωστικές | τα | μεταξοκλωστικά |
| γενική | των | μεταξοκλωστικών | των | μεταξοκλωστικών | των | μεταξοκλωστικών |
| αιτιατική | τους | μεταξοκλωστικούς | τις | μεταξοκλωστικές | τα | μεταξοκλωστικά |
| κλητική | μεταξοκλωστικοί | μεταξοκλωστικές | μεταξοκλωστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μεταξοκλωστικός
- που αφορά ή συμβάλλει στην κλώση νημάτων μεταξιού
- (ουσιαστικοποιημένο) μεταξοκλωστική: η κατασκευή μεταξένιων νημάτων και η σχετική τέχνη
Μεταφράσεις
μεταξοκλωστικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.