μεταξοκλωστική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεταξοκλωστική | οι | μεταξοκλωστικές |
| γενική | της | μεταξοκλωστικής | των | μεταξοκλωστικών |
| αιτιατική | τη | μεταξοκλωστική | τις | μεταξοκλωστικές |
| κλητική | μεταξοκλωστική | μεταξοκλωστικές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεταξοκλωστική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μεταξοκλωστικός
Συγγενικά
- μεταξοκλωστικός
- → δείτε τις λέξεις μετάξι, κλωστή και κλώθω
Μεταφράσεις
μεταξοκλωστική
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
μεταξοκλωστική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μεταξοκλωστικός
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.