μεταλλουργός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μεταλλουργός | οι | μεταλλουργοί |
| γενική | του | μεταλλουργού | των | μεταλλουργών |
| αιτιατική | τον | μεταλλουργό | τους | μεταλλουργούς |
| κλητική | μεταλλουργέ | μεταλλουργοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεταλλουργός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεταλλουργός < αρχαία ελληνική μέταλλον + -ουργός (με συναίρεση από το ἔργον)
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.ta.luɾˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ταλ‐λουρ‐γός
Ουσιαστικό
μεταλλουργός αρσενικό
- (επάγγελμα) ο τεχνίτης που κατεργάζεται μέταλλα
- ο ειδικευμένος στη μεταλλουργία τεχνίτης
- (επάγγελμα) μηχανικός εξειδικευμένος στη μεταλλουργία
Συγγενικά
- μεταλλουργική
- μεταλλουργικός
- μεταλλουργείο
- μεταλλουργία
- → δείτε τις λέξεις μέταλλο και έργο
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- μεταλλουργός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μεταλλουργός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.