μεταλλουργική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταλλουργική οι μεταλλουργικές
      γενική της μεταλλουργικής των μεταλλουργικών
    αιτιατική τη μεταλλουργική τις μεταλλουργικές
     κλητική μεταλλουργική μεταλλουργικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεταλλουργική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μεταλλουργικός

Ουσιαστικό

μεταλλουργική θηλυκό

Μεταφράσεις


Κλιτικός τύπος επιθέτου

μεταλλουργική

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.