μετακλασικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μετακλασικός | η | μετακλασική | το | μετακλασικό |
| γενική | του | μετακλασικού | της | μετακλασικής | του | μετακλασικού |
| αιτιατική | τον | μετακλασικό | τη | μετακλασική | το | μετακλασικό |
| κλητική | μετακλασικέ | μετακλασική | μετακλασικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μετακλασικοί | οι | μετακλασικές | τα | μετακλασικά |
| γενική | των | μετακλασικών | των | μετακλασικών | των | μετακλασικών |
| αιτιατική | τους | μετακλασικούς | τις | μετακλασικές | τα | μετακλασικά |
| κλητική | μετακλασικοί | μετακλασικές | μετακλασικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μετακλασικός < μετα- + κλασικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική postclassique[1])
Επίθετο
μετακλασικός, -ή, -ό
- (φιλολογία, αρχαιολογία) που έχει σχέση με την περίοδο αμέσως μετά τον κλασικισμό ή αναφέρεται σ’ αυτή
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
μετακλασικός
- μετακλασικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.