μετακασσάνδρειος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετακασσάνδρειος η μετακασσάνδρεια το μετακασσάνδρειο
      γενική του μετακασσάνδρειου της μετακασσάνδρειας του μετακασσάνδρειου
    αιτιατική τον μετακασσάνδρειο τη μετακασσάνδρεια το μετακασσάνδρειο
     κλητική μετακασσάνδρειε μετακασσάνδρεια μετακασσάνδρειο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετακασσάνδρειοι οι μετακασσάνδρειες τα μετακασσάνδρεια
      γενική των μετακασσάνδρειων των μετακασσάνδρειων των μετακασσάνδρειων
    αιτιατική τους μετακασσάνδρειους τις μετακασσάνδρειες τα μετακασσάνδρεια
     κλητική μετακασσάνδρειοι μετακασσάνδρειες μετακασσάνδρεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μετακασσάνδρειος < μετα- + κασσάνδρειος < ελληνιστική κοινή Κάσσανδρος

Επίθετο

μετακασσάνδρειος, -α, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.