κασσάνδρειος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κασσάνδρειος | η | κασσάνδρεια | το | κασσάνδρειο |
| γενική | του | κασσάνδρειου | της | κασσάνδρειας | του | κασσάνδρειου |
| αιτιατική | τον | κασσάνδρειο | την | κασσάνδρεια | το | κασσάνδρειο |
| κλητική | κασσάνδρειε | κασσάνδρεια | κασσάνδρειο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κασσάνδρειοι | οι | κασσάνδρειες | τα | κασσάνδρεια |
| γενική | των | κασσάνδρειων | των | κασσάνδρειων | των | κασσάνδρειων |
| αιτιατική | τους | κασσάνδρειους | τις | κασσάνδρειες | τα | κασσάνδρεια |
| κλητική | κασσάνδρειοι | κασσάνδρειες | κασσάνδρεια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κασσάνδρειος < Κάσσανδρος + -ειος < ελληνιστική κοινή Κάσσανδρος
Επίθετο
κασσάνδρειος, -α, -ο
- (ιστορία) που έχει σχέση με τον Κάσσανδρο ή αναφέρεται σʼ αυτόν
- ※ Τα συγκεκριμένα νομίσματα συχνά είναι επικεκομμένα στον αλεξάνδρειο τύπο κεφαλή νέου/ίππος, στοιχείο που υποδεικνύει ότι ο κασσάνδρειος τύπος διαδέχθηκε τον αντίστοιχο του Αλεξάνδρου στη νομισματική κυκλοφορία του βασιλείου. (Η αγροικία στη θέση «Κομπολόι» στην πεδινή χώρα των Λειβήθρων: Νομισματική μαρτυρία, σελ. 77)
Συγγενικά
- μετακασσάνδρειος
- προκασσάνδρειος
- → δείτε τη λέξη Κάσσανδρος
Μεταφράσεις
κασσάνδρειος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.