κασσάνδρειος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κασσάνδρειος η κασσάνδρεια το κασσάνδρειο
      γενική του κασσάνδρειου της κασσάνδρειας του κασσάνδρειου
    αιτιατική τον κασσάνδρειο την κασσάνδρεια το κασσάνδρειο
     κλητική κασσάνδρειε κασσάνδρεια κασσάνδρειο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κασσάνδρειοι οι κασσάνδρειες τα κασσάνδρεια
      γενική των κασσάνδρειων των κασσάνδρειων των κασσάνδρειων
    αιτιατική τους κασσάνδρειους τις κασσάνδρειες τα κασσάνδρεια
     κλητική κασσάνδρειοι κασσάνδρειες κασσάνδρεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κασσάνδρειος < Κάσσανδρος + -ειος < ελληνιστική κοινή Κάσσανδρος

Επίθετο

κασσάνδρειος, -α, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.