κτίση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κτίση οι κτίσεις
      γενική της κτίσης* των κτίσεων
    αιτιατική την κτίση τις κτίσεις
     κλητική κτίση κτίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κτίσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κτίση < κτίσις < κτίζω

Ουσιαστικό

κτίση θηλυκό

  1. δημιουργία
  2. (θρησκεία) ολόκληρος ο κόσμος, το σύμπαν

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.