μεταθανάτιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεταθανάτιος | η | μεταθανάτιη | το | μεταθανάτιο |
| γενική | του | μεταθανάτιου | της | μεταθανάτιης | του | μεταθανάτιου |
| αιτιατική | τον | μεταθανάτιο | τη | μεταθανάτιη | το | μεταθανάτιο |
| κλητική | μεταθανάτιε | μεταθανάτιη | μεταθανάτιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεταθανάτιοι | οι | μεταθανάτιες | τα | μεταθανάτια |
| γενική | των | μεταθανάτιων | των | μεταθανάτιων | των | μεταθανάτιων |
| αιτιατική | τους | μεταθανάτιους | τις | μεταθανάτιες | τα | μεταθανάτια |
| κλητική | μεταθανάτιοι | μεταθανάτιες | μεταθανάτια | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μεταθανάτιος -α/-ος -ο
- μετά το θάνατο
- μεταθανάτια ζωή
- για κάτι που συμβαίνει μετά τον θάνατο κάποιου· μετά θάνατον
- το έργο του Βαν Γκογκ γνώρισε μεταθανάτια αναγνώριση
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.