προθανάτιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προθανάτιος | η | προθανάτιη | το | προθανάτιο |
| γενική | του | προθανάτιου | της | προθανάτιης | του | προθανάτιου |
| αιτιατική | τον | προθανάτιο | την | προθανάτιη | το | προθανάτιο |
| κλητική | προθανάτιε | προθανάτιη | προθανάτιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προθανάτιοι | οι | προθανάτιες | τα | προθανάτια |
| γενική | των | προθανάτιων | των | προθανάτιων | των | προθανάτιων |
| αιτιατική | τους | προθανάτιους | τις | προθανάτιες | τα | προθανάτια |
| κλητική | προθανάτιοι | προθανάτιες | προθανάτια | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.θaˈna.ti.os/
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη θάνατος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.