επιθανάτιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιθανάτιος | η | επιθανάτιη | το | επιθανάτιο |
| γενική | του | επιθανάτιου | της | επιθανάτιης | του | επιθανάτιου |
| αιτιατική | τον | επιθανάτιο | την | επιθανάτιη | το | επιθανάτιο |
| κλητική | επιθανάτιε | επιθανάτιη | επιθανάτιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιθανάτιοι | οι | επιθανάτιες | τα | επιθανάτια |
| γενική | των | επιθανάτιων | των | επιθανάτιων | των | επιθανάτιων |
| αιτιατική | τους | επιθανάτιους | τις | επιθανάτιες | τα | επιθανάτια |
| κλητική | επιθανάτιοι | επιθανάτιες | επιθανάτια | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επιθανάτιος < ελληνιστική κοινή ἐπιθανάτιος < αρχαία ελληνική θάνατος
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi.θaˈna.ti.os/
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη θάνατος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.