compiler

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /kəmˈpaɪlə/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /kəmˈpaɪlɚ/ (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό

compiler (en)

  1. συμπιλητής
  2. (λογισμικό, πληροφορική-μεταγλώττιση) ο μεταγλωττιστής

Συγγενικά

Υπώνυμα

  • compiler στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια



Γαλλικά (fr)

Ρήμα

compiler (fr)

  1. σταχυολογώ, ερανίζομαι
  2. συντάσσω, συνθέτω, καταρτίζω κάτι συγκεντρώνοντας στοιχεία από διάφορες πηγές
  3. (πληροφορική) μεταγλωττίζω πηγαίο κώδικα σε εκτελέσιμο αρχείο

Αντώνυμα

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.