compiler
Αγγλικά (en)
Συγγενικά
Υπώνυμα
Γαλλικά (fr)
Ρήμα
compiler (fr)
- σταχυολογώ, ερανίζομαι
- συντάσσω, συνθέτω, καταρτίζω κάτι συγκεντρώνοντας στοιχεία από διάφορες πηγές
- (πληροφορική) μεταγλωττίζω πηγαίο κώδικα σε εκτελέσιμο αρχείο
Αντώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.