μετάταξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μετάταξη | οι | μετατάξεις |
| γενική | της | μετάταξης* | των | μετατάξεων |
| αιτιατική | τη | μετάταξη | τις | μετατάξεις |
| κλητική | μετάταξη | μετατάξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μετατάξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μετάταξη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μετάταξις < αρχαία ελληνική μετατάσσω < μετά + τάσσω. Συγχρονικά αναλύεται σε μετά- + τάξη
Ουσιαστικό
μετάταξη θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετατάσσω
- η μεταβολή, η αλλαγή της τάξης, της σειράς, η επανατακτοποίηση, αλλαγή ταξινόμησης με βάση άλλο κριτήριο
- η μετακίνηση ενός υπαλλήλου (ιδίως του δημοσίου ή στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας) σε άλλη υπηρεσία από εκείνη που υπηρετεί
- (ειδικότερα, στρατιωτικός όρος) μετακίνηση στρατεύσιμου σε διαφορετικό κλάδο των ενόπλων δυνάμεων από εκείνον που τον είχαν αρχικά κατατάξει
Συνώνυμα
- επαναταξινόμηση
- απόσπαση
- μετάθεση
- μετακίνηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.