μετατάσσω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μετατάσσω < αρχαία ελληνική μετατάσσω < μετά + τάσσω / τάττω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική déplacer[1] [2] ή (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική versetzen[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.taˈta.so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐τάσ‐σω
Ρήμα
μετατάσσω (παθητική φωνή: μετατάσσομαι)
- μεταβάλλω / αλλάζω την τάξη, τη σειρά, η επανατακτοποιώ, αλλάζω ταξινόμηση βάσει άλλου κριτηρίου
- μετακινώ υπάλληλο σε άλλη υπηρεσία απ’ αυτήν που υπηρετεί
- (στρατιωτικός όρος) μεταφέρω αξιωματικό ή υπαξιωματικό σε άλλη υπηρεσία, όπλο ή σώμα
Συγγενικά
- αμετάτακτος
- μεταταγμένος
- μετατακτέος
- μετάταξη
- μετατάξιμος
- → δείτε τις λέξεις μετά και τάσσω
Μεταφράσεις
μετατάσσω
|
|
- μετατάσσω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μετατάσσω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.